Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους Γάλλους Διαφωτιστές. Ο πολυμαθής φιλόσοφος Ντενί Ντιντερό (5 Οκτωβρίου 1713 – 31 Ιουλίου 1784) επηρεασμένος, όπως όλοι οι υλιστές του 18ου αιώνα από τον Βάκωνα, πίστευε πως η γνώση – εμπειρική στην προέλευσή της – δεν έχει σκοπό να φτάσει στην αφηρημένη αλήθεια, αλλά να τελειοποιήσει και να αυξήσει τη δύναμη του ανθρώπου.
«Προκλητικά» προοδευτικός μιλούσε για την ομορφιά του κακού, τις χαρές του κοινωνικού παρασιτισμού και το δικαίωμα να αναζητεί κανείς τον εαυτό του όπως επιθυμεί. Το έργο του, λίγο μετά τον θάνατό του θεωρήθηκε αιρετικό. Σήμερα τιμάται για τον σημαίνοντα φιλοσοφικό του ρόλο στη διανοητική χειραφέτηση από τις δεδομένες αυθεντίες, είτε θρησκευτικές είτε κοινωνικές.
Ο Ντιντερό ήταν, από κοινού με τον Ζαν Νταλεμπέρ, ένα από τα κυριότερη μέλη των Εγκυκλοπαιδιστών στη Γαλλία, ονομασία που τους αποδόθηκε λόγω της συμβολής τους στη συγγραφή της Εγκυκλοπαίδειας, η οποία αποσκοπούσε να αποτελέσει μια πλήρη επιτομή της φιλοσοφικής και επιστημονικής γνώσης της εποχής. Συμφωνούσε με τον ρασιοναλισμό και τον φιλελευθερισμό του Βολταίρου. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά «οι άνθρωποι δεν πρόκειται να ελευθερωθούν προτού ο τελευταίος βασιλιάς στραγγαλιστεί με τα έντερα του τελευταίου παπά».
Ο διάσημος εκπρόσωπος του γαλλικού υλισμού, ξεκίνησε από τον ηθικό ιδεαλισμό και τον ντεϊσμό για να φτάσει πανηγυρικά στον υλισμό και τον αθεϊσμό. Τα φιλοσοφικά του έργα που γράφτηκαν από το 1740 ως το 1750 αντικατοπτρίζουν αυτήν ακριβώς την εξελικτική πορεία της σκέψης του. Στα κατοπινά του έργα (Ο ανεψιός του Ραμό, Συνομιλία του ντ’ Αλαμπέρ και του Ντιντερό, Το όνειρο του ντ’ Αλαμπέρ) ιστορεί τη θεωρία του υλισμού.
Παράλληλα, ανέπτυξε ένα εκτενές έργο σχετικά με ζητήματα που αφορούν στην τέχνη, την αισθητική και την τεχνοκριτική. Στα Salons του, στην αλληλογραφία του με το Φαλκόν, στα «Παράδοξα του ηθοποιού», ανέπτυξε τη νέα αισθητική του ρεαλισμού και την όρθωσε αντιμέτωπη στις θεωρίες των επιγόνων του κλασικισμού και στη νατουραλιστική αντίληψη για την αλήθεια. Αυτές τις θεωρητικές αρχές της αισθητικής ο Ντιντερό προσπάθησε να τις εφαρμόσει στα λογοτεχνικά του δημιουργήματα, στα μυθιστορήματα και τα δράματα.
Όπως και οι άλλοι εκπρόσωποι του γαλλικού υλισμού, ο Ντιντερό ξεκινάει από τη θέση πως η φύση είναι αιώνια και άπειρη. Η φύση δεν δημιουργήθηκε από κανέναν εκτός από τη φύση. Έξω από τον κόσμο δεν υπάρχει τίποτα. Στην υλιστική διδασκαλία για τη φύση προσέφερε μερικά στοιχεία διαλεκτικής. Τις απόψεις του, δε, για την οργανική φύση τις χαρακτηρίζει η αντίληψη πως όλα βρίσκονται σε εξελικτική πορεία, πως οι φυσικοί τύποι μεταβάλλονται αιώνια και οι διάφορες λειτουργίες στη φύση αλληλοδένονται η μία με την άλλη.
Ένα ιδιαιτέρως σημαντικό στοιχείο, που συνδέεται με τον αθεϊσμό του Ντιντερό, είναι το γεγονός πως έσπασε τα στενά πλαίσια της μεταφυσικής: Όλα αλλάζουν, όλα χάνονται και το μόνο που μένει είναι το σύνολο. Ο κόσμος γεννιέται και πεθαίνει ασταμάτητα, την κάθε στιγμή βρίσκεται σε κατάσταση γένεσης και φθοράς. Αλλά ο κόσμος ούτε υπήρξε ποτέ ούτε θα υπάρξει.
Ασχολήθηκε, ακόμη, επισταμένα, με το ζήτημα της υλιστικής ερμηνείας των αισθημάτων. Με ποιο τρόπο η μηχανική κίνηση των υλικών μορίων μπορεί να γεννήσει το ειδολογικό περιεχόμενο των αισθημάτων; Για τον Ντιντερό, στο ερώτημα αυτό μπορούν να δοθούν δύο απαντήσεις: Ή το αίσθημα εμφανίζεται σε ορισμένο στάδιο εξέλιξης της ύλης σαν κάτι ποιοτικά νέο ή πάλι πρέπει να παραδεχτούμε πως κάποια δυνατότητα, ανάλογη με την ικανότητα των αισθημάτων, είναι ιδιότητα της κάθε ύλης ανεξάρτητα από τη μορφή του υλικού σώματος και από το στάδιο όπου έχει φτάσει στην εξελικτική του πορεία η οργάνωσή του. Σύμφωνα με την τελευταία άποψη, η οργάνωση της ύλης καθορίζει μόνο το είδος της αίσθησης, όχι όμως και την ίδια την ποιότητα της αίσθησης. Η ποιότητα ανήκει στην ύλη, αφού είναι ιδιότητα της ύλης.
Για τον Ντιντερό, ανάμεσα στα περισσότερα αισθήματα και τις αιτίες τους υπάρχουν λιγότερες ομοιότητες από ό, τι ανάμεσα στις παραστάσεις που έχουμε από τα αισθήματα και τις ονομασίες τους. Μαζί με τον Λοκ και όλους τους μηχανιστές υλιστές του 17ου και 18ου αιώνα, διέκρινε στα αντικείμενα ποιότητες πρωταρχικές, που υπάρχουν ήδη στα ίδια τα αντικείμενα και δεν εξαρτώνται από τις σχέσεις της συνείδησής μας προς αυτά, και ποιοτικά «δευτερότερες» που υπάρχουν μόνο στις σχέσεις του αντικειμένου με τα άλλα αντικείμενα ή με τον ίδιο τον εαυτό του. Στη δεύτερη περίπτωση οι ποιότητες ονομάζονται αισθητηριακές.
Οι αισθητηριακές ποιότητες, κατά τον Ντιντερό, δεν μοιάζουν με τις παραστάσεις που δημιουργούνται γι’ αυτές. Αντίθετα ωστόσο από τον Λοκ, υπογραμμίζει πως οι «δευτερότερες» ποιότητες έχουν χαρακτήρα αντικειμενικό, είναι δηλαδή σύμφυτες στα ίδια τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου και υπάρχουν ανεξάρτητα από τη συνείδηση του υποκειμένου που τις δέχεται.
Όμως, η κληρονομιά που άφησε ο Ντιντερό στον σύγχρονο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πολιτισμό έγκειται κυρίως στο ότι δίδασκε, στο πνεύμα του Διαφωτισμού, το δικαίωμα του ατόμου να καθορίζει την πορεία της ζωής του. Βέβαια, το είδος της ελευθερίας που περιέγραψε διαφέρει σημαντικά από τη σημερινή κατανόηση της ελευθερίας. Το μήνυμά του αφορούσε στην διανοητική χειραφέτηση από τις δεδομένες αυθεντίες (θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές) και κυρίως υπέρ του γενικότερου συμφέροντος της κοινωνίας.
Ακόμη περισσότερο από τον Ζαν Ζακ Ρουσό και τον Βολταίρο, ο Ντιντερό ενσάρκωνε την πιο προοδευτική πτέρυγα της σκέψης του Διαφωτισμού, μια θέση που προερχόταν από την πεποίθησή του ότι ο σκεπτικισμός για όλα τα θέμα «είναι το πρώτο βήμα προς την αλήθεια.» Καταδίκαζε απερίφραστα την υποδούλωση Αφρικανών, προκαλούσε τις αντιλήψεις της εποχής περί θρησκευτικής αγαμίας και επιβεβλημένης αφιέρωσης στον Θεό, ενώ διασκέδαζε με την πιθανότητα ο υλισμός να αρνούταν τελικά την ελεύθερη βούληση.
Εξάλλου, ως ένθερμος εμπειριστής, αμφέβαλε και για τις δικές του πεποιθήσεις. Ένας από τους πιο αξιομνημόνευτους εκκεντρικούς ολόκληρης της λογοτεχνίας, μιλούσε προκλητικά για την ομορφιά του κακού, τις χαρές του κοινωνικού παρασιστισμού και το δικαίωμα να αναζητεί κανείς τον εαυτό του όπως επιθυμεί. Εν ζωή ο Ντιντερό φυλακίστηκε για ορισμένα βιβλία του ενώ αμέσως μετά τον θάνατό του το μεγαλύτερο μέρος του έργου καλύφθηκε από σκοτάδι καθώς χαρακτηρίστηκε ως αιρετικό και προκλητικό.