

Γαλλίδα μοδίστρα και επιχειρηματίας, που κυριάρχησε για σχεδόν έξι δεκαετίες στον κόσμο της γυναικείας υψηλής ραπτικής, εισάγοντας επαναστατικές καινοτομίες, με δημιουργίες που θεωρούνται κλασικές. Καθιέρωσε το ύφασμα ζέρσεϊ, το ταγιέρ, το άνετο παντελόνι, τα κοντά σε γραμμή «καρέ» μαλλιά, τα αδιάβροχα, τα πουλόβερ με γυριστό λαιμό, τα φαντεζί ψεύτικα κοσμήματα και το απλό μαύρο φόρεμα. Η Γκαμπριέλ Μπονέρ Σανέλ (Gabrielle Bonheur Chanel) γεννήθηκε στις 19 Αυγούστου 1883 στο Σομίρ της Δυτικής Γαλλίας. Ο πατέρας της, Αλμπέρ Σανέλ, ήταν περιοδεύων πωλητής ρούχων και εσωρούχων και η μητέρα της, Εζενί Ντεβόλ, πλύστρα σ’ ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα για απόρους. Μετά το θάνατο της μητέρας της μπήκε εσωτερική σ’ ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα, όπου έμαθε την τέχνη της μοδιστρικής.
Όταν δεν έπιανε τη βελόνα για να ράψει, τραγουδούσε σ’ ένα κλαμπ στο Μουλέν, όπου σύχναζαν αξιωματικοί του ιππικού. Εκεί ήταν που της κόλλησαν το χαϊδευτικό Κοκό (Coco), με το οποίο έγινε γνωστή τα επόμενα χρόνια. Το Κοκό, σύμφωνα με τους βιογράφους της, μπορεί να προέρχεται από τα δημοφιλή τραγούδια εκείνης της εποχής «Ko Ko Ri Ko» και «Qui qu’a vu Coco» ή ακόμα και από τη λέξη cocotte (κοκότα). Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, που κυκλοφορούσε την εποχή της μεγάλης της δόξας στα παρισινά σαλόνια, η Σανέλ αποκλήθηκε Κοκό, επειδή διοργάνωσε τα καλύτερα πάρτι στο Παρίσι, όπου προσφερόταν άφθονη κοκαΐνη. Ή ίδια ήταν γνωστό ότι ήταν εθισμένη στις ναρκωτικές ουσίες και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της χρήστρια μορφίνης. Το 1906 σ’ ένα κλαμπ, όπου εμφανιζόταν, γνώρισε τον Ετιέν Μπαλσάν, πρώην αξιωματικό του ιππικού και γόνο πλούσιας οικογένειας υφαντουργών, με τον οποίο πέρασε τρία χρόνια πλούσιας και τρυφηλής ζωής. Το 1909 δημιούργησε σχέση με τον φίλο του Μπαλσάν, τον άγγλο λογαχό Μπόι Κέιπελ, επίλεκτο μέλος της αγγλικής υψηλής κοινωνίας, ο οποίος χρηματοδότησε και τα πρώτα της σχέδια στον κόσμο της μόδας.
Η σταδιοδρομία της Σανέλ στον κόσμο της μόδας ξεκίνησε το 1913, όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει το τραγούδι, στο οποίο, όπως διαπίστωσε κι η ίδια, δεν είχε καμία τύχη. Άνοιξε ένα μικρό κατάστημα στη Ντοβίλ, στο οποίο πουλούσε καπέλα που έφτιαχνε η ίδια. Σύντομα άρχισε να σχεδιάζει πουλόβερ, φούστες και διάφορα αξεσουάρ και να χρησιμοποιεί το ζέρσεϊ. Το 1914 άνοιξε το πρώτο της κατάστημα στο Παρίσι και το 1916 ίδρυσε τον οίκο υψηλής ραπτικής «Chanel». Μέσα σε πέντε χρόνια είχε επιβληθεί, προκαλώντας επανάσταση στο γυναικείο ντύσιμο, με ένα απλό και άνετο στυλ, που ο συνεταίρος της Πολ Πουαρέ αποκαλούσε «φτωχοπροδρομισμό πολυτελείας» («le misérabilisme de luxe»).
Η απλότητα και η άνεση των ρούχων της τονίζονταν από τα ασυνήθιστα τότε φαντεζί ψεύτικα κοσμήματα. Επέβαλε τα μάλλινα ρούχα, το φόρεμα – σεμιζιέ, το απλό μαύρο φόρεμα, την κοντή πλισέ φούστα, το πανταλόνι για πρωινή και βραδινή εμφάνιση. Το 1926 σχεδίασε το πρώτο της ταγιέρ, ενώ από το 1922 είχε συνδυάσει τις δημιουργίες της με το άρωμα «5».Το 1935 άρχισε να παράγει υφάσματα ζέρσεϊ σε δικό της εργοστάσιο. Την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο Οίκος της ήταν από τους μεγαλύτερους στο Παρίσι, με κύκλο εργασιών 120 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων της εποχής και οι επιχειρήσεις της (οίκος μόδας, εργοστάσιο υφασμάτων, εργαστήρια παραγωγής αρωμάτων και κοσμημάτων) απασχολούσαν 3.500 άτομα.
Το 1938 αποσύρθηκε και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στη Γαλλία έκλεισε τις επιχειρήσεις και άφησε στο δρόμο χιλιάδες εργαζομένους. Κατηγορήθηκε για σχέσεις με τους Ναζί, αλλά η εις βάρος της δικαστική έρευνα δεν προχώρησε μετά το τέλος του πολέμου. Πάντως, ήταν γνωστή η ερωτική της σχέση με τον στρατηγό των Ες-Ες Βάλτερ Σέλενμπεργκ. Το 1954 επανήλθε στο προσκήνιο της υψηλής ραπτικής, όταν παρουσίασε ολοκληρωμένο το κλασικό «ταγιέρ Σανέλ», με την κομψή, άνετη φούστα και τη χαρακτηριστική ζακέτα χωρίς πέτα, φινιρισμένη με σειρήτια. Η Κοκό Σανέλ πέθανε στο Παρίσι στις 10 Ιανουαρίου 1971, σε ηλικία 87 ετών. Ο Οίκος της εξακολούθησε να λειτουργεί και μετά το θάνατό της, παραμένοντας πιστός στην παράδοση του «στυλ Σανέλ». Το 1977 δημιουργήθηκε η πρώτη συλλογή σινιέ έτοιμων ενδυμάτων (πρετ -α- πορτέ), με προορισμό την αγορά των ΗΠΑ. Τον επόμενο χρόνο άνοιξε το πρώτο κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων στο Παρίσι και τα επόμενα χρόνια σε πολλές χώρες του κόσμου.
Ήταν η Coco Chanel κατάσκοπος των Ναζί;
Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ ‘L’Ombre d’un Doute’ (η Σκιά μιας Αμφιβολίας) που προβλήθηκε στη γαλλική τηλεόραση, η Coco Chanel, μία από τις σπουδαιότερες σχεδιάστριες μόδας του 20ου αιώνα, υπήρξε κατάσκοπος των Ναζί. Η λαμπερή socialite, σύμφωνα με αρχεία που βρίσκονταν στο Υπουργείο Άμυνας της Γαλλίας για δεκαετίες, δούλευε απευθείας με την ‘Abwehr’, τη γερμανική Στρατιωτική Υπηρεσία Πληροφοριών κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι σχέσεις της Chanel με υψηλούς αξιωματούχους των Ναζί, όπως τον αξιωματούχο της Γκεστάπο, Hans Gunther von Dincklage, ήταν γνωστές αλλά είναι η πρώτη φορά που ένα γαλλικό μέσο ‘παραδέχεται’ τη δράση της ως κατασκόπου.
Με τον κωδικό F-7124 και ψευδώνυμο ‘Westminster’ λόγω της σχέσης της με τον Δούκα του Westminster, η Coco Chanel, σύμφωνα με αποδείξεις που είδαν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας, ήταν μέλος της μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών του Χίτλερ. Το ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε στο κανάλι France 3 αντιτέθηκε στους επίσημους ισχυρισμούς της γαλλικής κυβέρνησης πως όλες οι γνωστές προσωπικότητες της εποχής είχαν πάρει μέρος είτε στην Αντίσταση είτε σε μποϊκοτάζ των Ναζί. Μάλιστα, παρόλο που γάλλοι ιστορικοί αμφέβαλλαν εδώ καιρό για αυτό, τα γαλλικά Μέσα Ενημέρωσης φαίνεται ότι είχαν προτιμήσει να το αγνοήσουν μέχρι σήμερα. Η ιστορία της Coco Chanel ξεκίνησε το 1940 μετά τη συντριβή του γαλλικού στρατού, όταν η σχεδιάστρια επέστρεψε στο Παρίσι και εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο Ritz που λειτουργούσε σαν αρχηγείο της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας, Luftwaffe, στη Γαλλία εκείνη την περίοδο. Σύντομα ξεκίνησε μια σχέση με τον αξιωματούχο Hans Gunther von Dincklage και αξιοποιήθηκε από την γερμανική υπηρεσία χάρη στις υψηλές γνωριμίες της. Το 1943 ταξίδεψε στη Μαδρίτη για να συναντήσει τον Winston Churchill και να προσπαθήσει να του αλλάξει γνώμη σχετικά με την ανακωχή που επιχειρούταν τότε. Μάλιστα, ο ιστορικός Henry Gidel επεσήμανε πως ο Churchill αρνήθηκε την προσφορά της Chanel λέγοντας ότι η σχεδιάστρια «επέδειξε απίστευτη μεγαλομανία και αφέλεια πιστεύοντας ότι μπορεί να του αλλάξει γνώμη».
Σύμφωνα με τον ιστορικό Franck Ferrand που παρουσίασε το γαλλικό ντοκιμαντέρ, η Chanel χρησιμοποίησε την επιρροή της στους κύκλους των Ναζί προκειμένου να σώσει την επιχείρησή της, την οποία είχε πουλήσει το 1924 σε μια οικογένεια Εβραίων. Η ιέρεια της μόδας ήλπιζε πως οι νόμοι των Γερμανών που απαγόρευαν στους Εβραίους να είναι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων μπορεί να της επέτρεπαν να ανακτήσει και πάλι την εταιρεία της. Αυτό που δεν ήξερε, βέβαια, τότε ήταν πως η οικογένεια Wertheimer που είχε αγοράσει την επιχείρηση της και το διάσημο Chanel No 5 είχε ήδη πουλήσει το μερίδιό της σε μη-Εβραίους επιχειρηματίες πριν τον πόλεμο και ανέκτησαν την ιδιοκτησία μετά τη λήξη του.
Το ντοκιμαντέρ υποστηρίζει ότι οι αξιωματούχοι της μεταπολεμικής Γαλλίας αφαίρεσαν τα αρχεία των γάλλων προσωπικοτήτων που είχαν σχέσεις με τους Γερμανούς και επινόησαν ψεύτικες διασυνδέσεις τους με την Γαλλική Αντίσταση προκειμένου να ανασχηματίσουν τη φήμη της χώρας. Πέρα από τις αποδείξεις ότι ‘η Chanel είχε καλές σχέσεις με τους Γερμανούς΄, το ντοκιμαντέρ ασχολήθηκε και με κάποιες ενδείξεις για άλλους διάσημους Γάλλους της εποχής, καλλιτέχνες όπως η Edith Piaf, ο Maurice Chevalier και ο συγγραφέας και θεατρικός σκηνοθέτης Sacha Guitry, οι οποίοι τέθηκαν υπό αμφισβήτηση καθώς οι καριέρες τους άνθισαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ταυτόχρονα, άλλες προσωπικότητες όπως η Josephine Baker και ο ηθοποιός Jean Gabin επαινέθηκαν για τον πατριωτισμό τους και την προθυμία τους να υποστηρίξουν την εξόριστη κυβέρνηση ‘Free French’ του Charles de Gaulle και τον αγώνα κατά των Ναζί.