Γράφει ο Αριστείδης Ραψωματιώτης
Έχοντας πρόσφατα διαβάσει το διαφωτιστικό άρθρο του Νίκου Φιλιππίδη στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, βρέθηκα να προβληματίζομαι σχετικά με τη λεπτή ισορροπία μεταξύ της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων και της αύξησης των μισθών στο σημερινό οικονομικό τοπίο. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, αυτός ο χορός μεταξύ των κερδών των εταιρειών και των αμοιβών των εργαζομένων έχει βαθιές επιπτώσεις στη μελλοντική οικονομική υγεία της χώρας.
Κάτω από την αισιόδοξη βιτρίνα κρύβεται μια εγγενής πρόκληση: Οι αυξήσεις των μισθών θα χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από τον ιδιωτικό τομέα. Ενώ βραχυπρόθεσμα, οι εργαζόμενοι μπορεί να πανηγυρίζουν για αυτές τις αυξήσεις, οι μακροπρόθεσμες οικονομικές επιπτώσεις μπορεί να είναι ανησυχητικές.
Στηριζόμενος στις ακαδημαϊκές μου σπουδές, μου είναι προφανές ότι η κλιμάκωση των μισθών ως αντιστάθμισμα στον πληθωρισμό μπορεί ακούσια να παγιώσει το υψηλό κόστος των προϊόντων και των υπηρεσιών. Αντί να προσφέρει ανακούφιση, αυτό μπορεί άθελά του να ωθήσει μια οικονομία προς την ύφεση. Αυξάνοντας τους μισθούς χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη το ευρύτερο οικονομικό πλαίσιο, κινδυνεύουμε να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον όπου οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών θα παραμένουν πεισματικά υψηλές, καταπνίγοντας την κατανάλωση και τη συνολική οικονομική βιωσιμότητα.
Κοιτώντας βαθιά μέσα στη λειτουργία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, διαπιστώνουμε ότι πολλές ελληνικές επιχειρήσεις μόλις και μετά βίας κρατούν το κεφάλι τους πάνω από το νερό. Ο αισιόδοξος φακός της κυβέρνησης μπορεί να έχει παραβλέψει τη σκληρή πραγματικότητα ότι αυτές οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να επωμιστούν πρόσθετα μισθολογικά βάρη. Όταν τα περιθώρια κέρδους είναι ήδη λεπτά σαν ξυράφι, οποιαδήποτε περαιτέρω μείωση θα μπορούσε να σημάνει το κλείσιμο της επιχείρησης. Τι νόημα θα έχει τελικά η αύξηση του μισθού ενός εργαζομένου, εάν η επιχείρηση που δούλευε κλείσει; Οι επιχειρήσεις πρέπει να παραμείνουν κερδοφόρες για να επιβιώσουν. Δεν ισοσκελίζουν απλώς τα βιβλία, αλλά αναλαμβάνουν και επιχειρηματικούς κινδύνους που επιβάλλουν τις κατάλληλες αμοιβές.
Και το ερώτημα είναι ένα και βασικό: Γιατί να επιλέξει κάποιος να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της λειτουργίας μιας επιχείρησης 20-30-40 ατόμων, όταν μπορεί να γίνει ιδιωτικός (ή ακόμα καλύτερα δημόσιος) υπάλληλος, τώρα που προσφέρεται μεγαλύτερη οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη, χωρίς το παραμικρό ρίσκο;
Δυστυχώς, οι πραγματικές προσπάθειες για τη σημαντική αύξηση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων είναι ελάχιστες. Η έλλειψη νέων ξένων αγορών και η απουσία καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών που θα μπορούσαν να αυξήσουν τις εξαγωγές και να προσελκύσουν ξένες επενδύσεις αποτελούν αισθητά κενά στην οικονομική στρατηγική. Όταν η κατανάλωση παραμένει περιορισμένη στο εσωτερικό της χώρας, η αύξηση των μισθών και συντάξεων οδηγεί μόνο σε περαιτέρω πληθωρισμό και αύξηση των τιμών. Αυτός ο αυτοτροφοδοτούμενος κύκλος καταλήγει τελικά σε μια μεγάλη ύφεση, εγκλωβίζοντας την οικονομία σε ένα σπιράλ αβεβαιότητας.
Ενώ οι προθέσεις μπορεί να είναι ευγενείς, υπάρχει επείγουσα ανάγκη να επανεκτιμηθεί η προσέγγιση. Οι μισθοί πρέπει πράγματι να είναι δίκαιοι, αλλά δεν πρέπει να είναι εις βάρος του επιχειρηματικού οικοσυστήματος. Αντί να σπρώχνουμε τις επιχειρήσεις στο χείλος του γκρεμού, είναι ζωτικής σημασίας να δημιουργήσουμε πολιτικές που προωθούν την καινοτομία, ανοίγουν τις διεθνείς αγορές και δημιουργούν μια βιώσιμη ισορροπία μεταξύ της αύξησης των μισθών και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Μόνο τότε η Ελλάδα μπορεί να ελπίζει σε μια εύρωστη και ανθεκτική οικονομία.